Γιατί εστιάζουμε στο inclusivity και όχι στη διαφορετικότητα;
Οι λέξεις «διαφορετικότητα» και «συμμετοχικότητα» χρησιμοποιούνται τόσο συχνά μαζί που είναι εύκολο να πιστεύουμε ότι έχουν την ίδια σημασία, όταν στην πραγματικότητα είναι δύο έννοιες με διαφορετικά νοήματα. Ποια είναι όμως η διαφορά;
Ας ξεκινήσουμε με τον όρο διαφορετικότητα, που μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει το «τι» σε αυτή τη συζήτηση. Οι περισσότεροι από εμάς καταλαβαίνουμε τι είναι η διαφορετικότητα σε επιφανειακό επίπεδο. Είναι τα χαρακτηριστικά και οι διακρίσεις που μας προσδιορίζουν και μας ξεχωρίζουν όπως ταυτότητα φύλου, ηλικία, εθνικότητα ή σεξουαλικός προσανατολισμός, αλλά σε βαθύτερο επίπεδο περιλαμβάνει και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, τη θρησκεία και την εκπαίδευση. Αυτή τη στιγμή, νομίζω ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις θα συμφωνούσαν ότι η ύπαρξη μιας διαφορετικής ομάδας είναι ένα πλεονέκτημα, ανεξάρτητα από το κίνητρο πίσω από αυτό, και σε όλα τα case studies, θα διαπιστώσουμε ότι χώροι εργασίας που υιοθετούν τον όρο diversity θεωρούνται καλύτεροι για εργασία, διατηρούν το προσωπικό τους και έχουν υψηλότερα έσοδα.
Αλλά, επειδή υπάρχει ένα αλλά, και είναι σημαντικό, μπορεί να υπάρξει ένας εργασιακός χώρος ή ένα περιβάλλον με διαφορετικότητα, με μια ομάδα από ένα ευρύ φάσμα υπόβαθρου και εμπειριών, και να, σαν εργαζόμενοι, να μην αποκομίσετε κανένα από αυτά τα οφέλη επειδή δεν υπάρχει η συμμετοχικότητα. Τι σημαίνει λοιπόν αυτό;
Η συμμετοχικότητα είναι ουσιαστικά το «πώς» σε αυτήν την εξίσωση. Δημιουργεί και καλλιεργεί ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από διαφορές και υπόβαθρα, νιώθουν ευπρόσδεκτοι και εκτιμημένοι. Έχει να κάνει με την ανάπτυξη και την υποδοχή της διαφορετικής ομάδας ατόμων που απασχολείτε, ενθαρρύνοντας και προωθώντας τους με ίσους όρους και με τις ίδιες ευκαιρίες. Το δύσκολο μέρος μπορεί μερικές φορές να είναι ότι σημαίνει επίσης να αλλάξουμε παλιές πρακτικές που ωφελούν άδικα μόνο ορισμένους ή να αμφισβητήσουμε ασυνείδητες προκαταλήψεις που είναι εγγενείς σε όλους μας, γιατί όπως έχουμε δει στο παρελθόν είναι απολύτως δυνατό να υποστηρίζουμε τη διαφορετικότητα χωρίς όμως να υπάρχει η συμμετοχικότητα.
Εάν θέλετε να προωθήσετε τη συμμετοχικότητα, απαιτείται όχι μόνο δέσμευση, χρειάζεται επίσης προσοχή, κατανόηση και πρόθεση. Η συμμετοχικότητα βασίζεται στην ενσυναίσθηση, την ικανότητα να κατανοείς την άποψη κάποιου άλλου χωρίς τη δική σου παρέμβαση. Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται η πρόκληση για πολλούς από εμάς, όχι επειδή δεν θέλουμε να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και χωρίς αποκλεισμούς, αλλά επειδή οι δικές μας ανασφάλειες συχνά μας εμποδίζουν να ζητήσουμε βοήθεια όταν συναντάμε θέματα ή προβλήματα που δεν έχουμε καταλάβει πλήρως. Ειδικά με ευαίσθητα θέματα, που κατά ειρωνικό τρόπο, είναι τα πιο σημαντικά να συζητήσουμε ανοιχτά, αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε θετικές αλλαγές.
Η κατανόηση της διάκρισης μεταξύ διαφορετικότητας και συμμετοχικότητα, είναι να κατανοήσουμε τη σημασία και των δύο, και πώς χρειάζονται εξίσου τον χρόνο και τη δέσμευσή μας. Το να είμαστε διαφορετικοί είναι κάτι που πρέπει να γιορτάσουμε, να μην νιώθουμε εκφοβισμό και η δημιουργία χώρων που ενθαρρύνουν αυτά τα δύο δεν είναι μόνο σημαντικό, είναι το μέλλον.
Σε ατομικό επίπεδο, σημαίνει να έχουμε μεγαλύτερη αυτογνωσία για τις προσωπικές μας προκαταλήψεις και να τις κρατάμε υπό έλεγχο. Η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να πετύχεις κάτι είναι ένα σημαντικό μάθημα που πρέπει να μάθεις, αλλά ταυτόχρονα δύσκολο.
Η πρόοδος έρχεται συχνά μέσω δοκιμής και λάθους, αλλά στο σημερινό περιβάλλον, αυτό μπορεί μερικές φορές να είναι μια σπάνια πολυτέλεια. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, σημαίνει να έχουμε το θάρρος να θέσουμε στον εαυτό μας τις δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση του κλάδου μας και να σταματήσουμε να δικαιολογούμε όταν συνειδητοποιήσουμε τις απαντήσεις.
Monica Berg